- ικανόπλοος
- ἱκανόπλοος, -ον (ΑΜ, Α και ἱκανόπλοιος)ικανός να πλέει, έμπειρος θαλασσινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -πλοος (ασυναίρ. τού -πλους) ή -πλοιος (< πλους), πρβλ. ειθύ-πλοος, θαλασσό-πλοος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ … Dictionary of Greek